- ἀνδρείῳ
- ἀνδρεῖοςofmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνδρειῶ — ἀνδρειόω fill with courage pres subj act 1st sg ἀνδρειόω fill with courage pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρείω — ἀνδρεῖος of masc/neut nom/voc/acc dual ἀνδρεῖος of masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱νδρείω , ἀνδρειόω fill with courage imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνδρειόω fill with courage pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνδρειόω fill with… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρείωι — ἀνδρείῳ , ἀνδρεῖος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PALLIUM — I. PALLIUM Veteribus in genere omne vestimenti genus significavit, quam apertum, tam clausum, ut etiam Toga Pallio rotundum dicatur Isidoro; Abusive pro Palliolo quoque sumi fuisse folitum supra vidimus: Proprie vero ac fimpliciter communique… … Hofmann J. Lexicon universale
ανδρειώνω — και αντρειώνω (AM ἀνδρειῶ, όω) μέσ. παίρνω δύναμη ή θάρρος νεοελλ. 1. ανδρειεύω 2. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) αντρειωμένος και αντρειωμένος, η, ο δυνατός και γενναίος μσν. αρχ. δίνω θάρρος … Dictionary of Greek
ενσκευάζω — ἐνσκευάζω (AM) [σκευάζω] παρασκευάζω («καὶ δεῑπνόν τις ἐνεσκευαζέτω», Αριστοφ.) αρχ. 1. ντύνω, στολίζω κάποιον («ἱματίῳ δ ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει», Πλούτ.) 2. οπλίζομαι 3. μηχανεύομαι, επινοώ … Dictionary of Greek
κύτος — το (Α κύτος) 1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.) 2. το κοίλο μέρος τού πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει… … Dictionary of Greek